φατνίζω

φατνίζω
ΜΑ [φάτνη]
μσν.
μτφ. τρέφομαι με πλούσιες και πολυτελείς τροφές («κἀκεῑνον μὲν ἐφάτνιζον ἀφθόνοις πανδαισίαις», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
(συν. το παθ.) φατνίζομαι
τρέφομαι σε φάτνη, σε στάβλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”